Ο γιατρός, ο υπάλληλος και ο ηγούμενος

5
Κοινοποίηση :

Η Ελλάδα έχει συνηθίσει να… συγκλονίζεται από αποκαλύψεις

Χθες ένας γιατρός που έπαιρνε φακελάκια, σήμερα ένας δημόσιος υπάλληλος που «διευκόλυνε» συναλλαγές με το αζημίωτο και… ξέπλενε στα τυχερά παιχνίδια, αύριο ο ηγούμενος που διαχειριζόταν «θεϊκές» δωρεές με κοσμική απληστία. Οι τίτλοι αλλάζουν, τα πρόσωπα εναλλάσσονται, αλλά το μοτίβο παραμένει το ίδιο. Η διαφθορά στην Ελλάδα δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά συστημική νόσος.

Αν υπάρχει κάτι που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία, αυτό είναι η αίσθηση της συνενοχής. Ολοι λίγο-πολύ γνωρίζουν πως «κάτι γίνεται», αλλά ελάχιστοι αντιδρούν. Από τον ασθενή που βάζει τα χρήματα στον φάκελο για να «προχωρήσει η εγχείρηση», μέχρι τον γονιό που «λαδώνει» για να πάρει το παιδί το δίπλωμα οδήγησης, όλοι συμμετέχουν σε έναν άτυπο κοινωνικό συμβιβασμό. Η ειρωνεία είναι πως οι ίδιοι άνθρωποι που δίνουν το φακελάκι, αλλά κι εκείνοι που το παίρνουν είναι όσοι καταγγέλλουν το «διεφθαρμένο κράτος». Αυτό το κλίμα παράγει μια ηθική παραδοξότητα. Η διαφθορά θεωρείται μεν μεμπτή, αλλά συνάμα αποδεκτή όταν εξυπηρετεί τον εαυτό μας. Πρόκειται για ένα είδος «επιλεκτικής αγανάκτησης».

Ενα κρίσιμο στοιχείο που ενισχύει τον φαύλο κύκλο της διαφθοράς είναι η τεράστια ισχύς του παραδείγματος. Οταν οι πολίτες πιστεύουν πως «όλοι τα παίρνουν», τότε η εντιμότητα μετατρέπεται σε κοινωνική απομείωση. Οι αλληλοκατηγορίες μεταξύ κομμάτων και πολιτικών, που συχνά εκτοξεύονται με πολιτικούς ή επικοινωνιακούς όρους και χωρίς τεκμηρίωση, λειτουργούν ως καταλύτης γι’ αυτή την αφηρημένη αλλά δηλητηριώδη αλήθεια. Ανεξάρτητα από το αν μια καταγγελία είναι βάσιμη ή εκ του πονηρού, η συνεχής επανάληψή της από δημόσια πρόσωπα τροφοδοτεί γενναιόδωρα το συλλογικό αφήγημα της «καθολικής διαφθοράς». Η ζημιά έχει γίνει και το αποτέλεσμα είναι διττό. Πρώτον, ο πολίτης και χρησιμοποιεί την ίδια μέθοδο, ενώ δεν εμπιστεύεται και δεν στηρίζει θεσμούς που θεωρεί «διεφθαρμένους». Δεύτερον, μειώνεται η πολιτική βούληση για συστηματικό ξήλωμα του φαινομένου, διότι το διακύβευμα μετατοπίζεται στην αντιπαράθεση και τη ρεβανσιστική χρήση των αποκαλύψεων.

Πέρα από το πολιτικό παιχνίδι υπάρχει και πρακτικό κόστος. Η ρητορική τού «όλοι τα παίρνουν» νομιμοποιεί μικρές και μεγάλες παραβιάσεις στο επίπεδο της καθημερινής συναλλαγής και καθιστά δυσκολότερη τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, διότι ο πολίτης που έχει ήδη υποπέσει σε μικροπαρανομία είναι λιγότερο πιθανό να καταγγείλει. Η ατιμωρησία, οι αδύναμες θεσμικές εγγυήσεις και μια κοινωνική νοοτροπία που συχνά επαινεί τον «πανέξυπνο» που ξεπερνά τα εμπόδια έχουν δημιουργήσει ένα ευνοϊκό έδαφος για τη διαφθορά. Οταν το κράτος μοιάζει αναποτελεσματικό, ο πολίτης μαθαίνει να «βρίσκει τον δρόμο» του κι εκεί γεννιούνται το φακελάκι και η συναλλαγή με γνώμονα το συμφέρον, αντί για το κοινό καλό.

Η εξήγηση δεν είναι απλή γιατί έχει πολλές ρίζες. Από την οθωμανική περίοδο ως το πελατειακό κράτος του 21ου αιώνα, η σχέση του Ελληνα με την εξουσία δεν ήταν σχέση εμπιστοσύνης, αλλά υπεκφυγής. Το κράτος αντιμετωπιζόταν ως εχθρός που πρέπει να παρακαμφθεί, όχι ως θεσμός που πρέπει να υπηρετηθεί. Οι κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, ανέχθηκαν ή και ευνόησαν τη διαφθορά. Οι μικροεξυπηρετήσεις, οι διορισμοί, οι «τακτοποιήσεις» ήταν στον σχεδιασμό δράσης του πολιτικού συστήματος.

Δεν είναι ο Ελληνας πιο διεφθαρμένος εκ φύσεως από άλλους λαούς. Απλώς έχει μάθει να λειτουργεί μέσα σε ένα πλαίσιο όπου η παρανομία δεν τιμωρείται και συχνά θεωρείται «μαγκιά». Οταν η κοινωνία υμνεί τον «πονηρό» που «τα κατάφερε», τότε η εντιμότητα φαντάζει αφέλεια. Από το φακελάκι μέχρι τις οργανωμένες απάτες, όλα τροφοδοτούνται από την ατιμωρησία, τα θεσμικά κενά και τις κοινωνικές νοοτροπίες. Η ρητορική «όλοι τα παίρνουν» και οι αλληλοκατηγορίες μεταξύ πολιτικών ενισχύουν την αντίληψη της καθολικής διαφθοράς, αποδυναμώνοντας την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και μειώνοντας την πολιτική βούληση για ριζικές λύσεις. Η ενίσχυση της ανεξαρτησίας των ελεγκτικών αρχών μοιάζει πιο αναγκαία από ποτέ, όπως και η ταχεία και αμερόληπτη κρίση από έντιμους δικαστές. Χρειαζόμαστε μια συλλογική επαναφορά αξιών που θα κάνουν την εντιμότητα αξία, όχι αφέλεια. Χωρίς αυτά, το κοινωνικό και οικονομικό κόστος θα συνεχίσει να βαραίνει τη χώρα και να υπονομεύει το μέλλον της. Ο γιατρός, ο υπάλληλος και ο ηγούμενος δεν είναι τυχαία πρόσωπα. Είναι οι «ήρωες» μιας Ελλάδας που αποτυγχάνει να θεραπεύσει τον εαυτό της, που υποτάσσεται στη γραφειοκρατική λατρεία τού «βρες τον γνωστό σου» και που συχνά αναζητά τη σωτηρία όχι στους θεσμούς, αλλά στα «θαύματα».

 

ΑΠΟ ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ

Ακολουθήστε το Entospolis στο Facebook

Κοινοποίηση :