Γράφει η Καίτη Κουναλάκη
Την παραμονή της 21ης Νοεμβρίου, γιορτής της εισόδου στο Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου, ιδίως παλιότερα οι νοικοκυρές, βρίσκονταν επί ποδός, καθώς ετοίμαζαν τα λεγόμενα «πολυσπόρια» που θα τα προσέφεραν ως αναίμακτη θυσία στη Χάρη Της. Για την παρασκευή τους, με μπόλικο νερό έβαζαν σε χάλκινη χύτρα με χερούλι ,σπόρους δημητριακών όλων των ειδών και κυρίως καλαμπόκια, σιτάρι, φασόλια, φακές, κουκιά, ρεβύθια, καρύδια, μαζί με αποξηραμένα στον ήλιο από το καλοκαίρι, «λιασμένα», κράνα και κορόμηλα.
Αυτά όλα τα υλικά που βρίσκονταν στο κακάβι, τα, «απίθωναν» στην «κρεμαστάλλω» μια μεταλλική αλυσίδα με λαβές στις απολήξεις της κρεμασμένη στο εσωτερικό απ’ το «μπουχαρί» πάνω απ’ τη «γωνιά» στο τζάκι, στην οποία προσαρμοζόταν η χάλκινη χύτρα πιασμένη από το χερούλι της και ρυθμιζόταν με τις υποδοχές της, η απόσταση από τη φωτιά, ώστε να σιγοβράζουν μέχρι το ξημέρωμα της μεγάλης γιορτής, οπότε ξεκούμπωναν το καπάκι κι αν το νερό είχε «σωθεί», πρόσθεταν κι άλλο και επανατοποθετούσαν στην κρεμαστάλλω για να πάρει «μια χούχλη» ακόμη, στην ίδια φωτιά, αλλά τώρα το ανέβαζαν στον παραπάνω αλυσιδωτό κρίκο για να διατηρείται καυτό σιγοβράζοντας.
Στην ελληνική αρχαιότητα υπήρχε παρόμοιο έθιμο υπέρ της θεάς της γεωργίας Δήμητρας, που αποσκοπούσε στον εξευμενισμό της, ώστε στην ερχόμενη καλλιεργητική περίοδο να αποδώσουν πολλαπλάσια τα χωράφια, με αύξηση στις σοδειές και στα σπαρτά, «σπορέματα». Με την εμφάνιση του Χριστιανισμού, αργότερα αυτό το έθιμο συνδέθηκε αναπότρεπτα με την Δέσποινα Θεοτόκο, που η γιορτή των Εισοδίων Της συμπίπτει με το τέλος της συγκομιδής των γεωργικών καρπών της προηγούμενης εσοδείας. Με ευλάβεια τελείται και τώρα, ως ευχαριστία για τα «αγαθά» που δόθηκαν την περασμένη χρονιά και ταυτόχρονα ως παράκληση για ανοδική τροχιά στα μεγέθη που ανοίγονται μπροστά μας.
Ανήμερα της γιορτής, χαράματα ακόμη πολύ προτού ‘σκάσει’ ο ήλιος, προπαντός στα χωριά των Τζουμέρκων οι γυναίκες με ένα πιάτο από αυτούς τους βρασμένους σπόρους πήγαιναν στην κοντινή πηγή-βρύση του μαχαλά κρατώντας απόλυτη σιωπή σε όλη τη διαδρομή, καθώς και κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής τους. ΄Όταν φθάσουν στον τόπο προορισμού τους, ρίχνουν το περιεχόμενο του πιάτου στο γάργαρο νερό κάνοντας συγχρόνως την ευχή: «Να ‘ναι η σοδειά μας άφθονη, σαν το χαλιά στα στεφάνια [γκρεμούς]και το νερό που τρέχει». Κατόπιν γεμίζουν μια στάμνα πήλινη, βαρέλα ξύλινη, τσίγκο κι ότι άλλο αγγείο χρησιμοποιούν συνήθως για να μεταφέρουν νερό στο σπίτι.
Ο συνδυασμός των δύο φυσικών στοιχείων, των διάφορων σπόρων και του καθαρού νερού, αποσαφηνίζει εύκολα και χωρίς πολύπλοκες περιστροφές και ερμηνευτικούς λαβύρινθους, το παραπάνω αναφερόμενο έθιμο, καθώς οι πρώτοι σπόροι έρχονται παραγωγικά, συνθετικά σ’ ένα καινούριο προϊόν, εντελώς αρμονικά και ταιριαστά σε επαφή με το δεύτερο νερό, που θεωρείται πυρήνας, πίδακας που ξεχειλίζει και περιποιείται κιόλας την ορθολογική εξέλιξη της ζωής, η οποία διαφυλάσσει τη γονιμότητα και εξασφαλίζει την ευφορία της γης, επιτυγχάνοντας διττό σκοπό, δηλαδή από τη μια μεριά τον καθαρμός της περιοχής απ’ τα δαιμονικά πνεύματα κι από την άλλη αυτήν την πολυπόθητη προαναφερόμενη αφθονία.
Αυτή εδώ η άποψη για την εξήγηση του γεγονότος υποστηρίζεται μέσω της προφορικής παράδοσης από στόμα σε στόμα, αφού οι σπονδές στις πηγές ήταν πολύ συχνό φαινόμενο στην αρχαιότητα για να τιμηθούν οι Νεράιδες κι οι Νύμφες που γυρόφερναν εκεί κι οι οποίες με τον προσεταιρισμό τους, κατ’ αυτόν τον τρόπο, συμφιλιώνονταν πια με τον άνθρωπο και τα έργα του. Ακόμη και στη Βυζαντινή εποχή, που ήταν πολύ αναπτυγμένο το θρησκευτικό αίσθημα, ανακατεμένο με προλήψεις πλέον από τα διαδραματιζόμενες τελετουργίες, όπως είπαμε, σε αυτές τις τοποθεσίες άναβαν κεριά για να εξορκίσουν ή καλοπιάσουν τα δαιμόνια.
Όσον αφορά τη μορφή του τυπικού μέρους του παρόντος εθίμου, είναι φανερό πως πρόκειται για προσφορά – υλικό κι ορατό σώμα – που συμμετέχει στο θείο, με το σύμπλεγμα των δοξασιών που στην προχριστιανική εποχή, είχαν ως αποδέκτη τη Σελήνη, η οποία σχετιζόταν με τη θεά-Μητέρα. Το γεμάτο δοχείο με ‘ιερό’ νερό, που προκύπτει κατά τη διαδικασία που περιγράφτηκε και που από τη βρύση μεταφέρεται στο σπίτι, επισύρει την ευεργετική κι εξυγιαντική επίδρασή του σε όλες τις υποθέσεις της οικιακής απασχόλησης, προπαντός φέροντας «γούρι» στις συγκεκριμένες χρήσεις, που ήταν στο προσκήνιο της επικαιρότητας
Στο γεγονός κατά το οποίο οι γυναίκες πηγαίνουν στη βρύση αμίλητες, ‘βουβές’, μπορεί να διαπιστωθεί ένα είδος εξαγνιστικής διάθεσης και παραβολικά μιας πνευματικής προετοιμασίας για τη θυσία-κόπο μεταφοράς «πολυσπόριων», καθώς η προσήλωση στο έργο αυτό απαιτούσε επιστράτευση όλων των δυνάμεων κι όχι διασπορά τους. Αυτή η πράξη αποτελεί μια στέρηση, που απαιτείται η συνδρομή της από εκείνον που την πραγματοποιεί, ώστε να είναι πλήρης αποθεμάτων κι εφοδιασμένος με την ενδεδειγμένη, κατάλληλη κι ανάλογη των περιστάσεων σοβαρότητα και περισυλλογή, ώστε συγχρόνως να δίνει παραβολικά την εντύπωση και το παράδειγμα για αποφυγή του σχολιασμού, της συκοφαντίας, της κατάκρισης, της άδικης κατακραυγής.
Με άλλα λόγια, αυτή η σιωπή φανερώνει την αποχή από την αμαρτία, επιβεβαιώνοντας την κυριαρχία της αγνότητας, της συρρίκνωσης των ψυχοφθόρων παθών και τον θρίαμβο της εγκράτειας. Ακόμη, μπορεί να ειπωθεί ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο, προσδίνεται πανηγυρικός και κατανυκτικός τόνος στην όλη εκδήλωση. Προχωρώντας παραπέρα μπορούμε να υπογραμμίσουμε ότι υπήρχε διάχυτη η εμπιστοσύνη στο γυναικείο φύλο ως πιο ενδεδειγμένο λόγω υπάρχουσας ή εκκολαπτόμενης μητρικής ιδιότητας και σχέσης με τη γονιμότητα, σημειωτέον δε πως γυναίκες τρίτης ηλικίας δεν συμμετείχαν. Αυτή η εξήγηση δίνεται απλόχερα και χωρίς δισταγμό, καθώς η αντίληψη της ύπαρξης συνάφειας, ανάμεσα στις γυναίκες και στην καλλιεργήσιμη γη, είναι πολύ διαδεδομένη στις χώρες γύρω από τη θαλάσσια λεκάνη της Μεσογείου.
Σε όλη αυτή την περιοχή κυριαρχεί πετυχημένος παραλληλισμός ανάμεσα στην ευφορία του εδάφους και την διαιώνιση κι αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους. Και στα δύο αυτά πράγματα [έδαφος-γυναίκα] συνδέονται αναπόσπαστα με το τρεχούμενο, καθαρό νερό. Εξάλλου η θηλυκή μερίδα παλιότερα είχε εμφαντική θέση στις σεληνιακές τελετές κι αυτό το πρόσωπο θεωρούνταν μοναδικό για την εκπλήρωση αυτού του ρόλου, επειδή η θέλησή του ήταν ακράδαντη, ενώ ήταν και το πιο συναισθηματικό κι ευάλωτο στις πειρασμικές προσβολές, με μεγαλύτερη ικανότητα ελιγμών ή περιστροφών.
Η ενσωμάτωση αυτής της παγιωμένης αρχαίας συνήθειας στη γιορτή της Παναγίας κρίνεται ως ευνόητη υπόθεση από το γεγονός ότι η Αειπάρθενος Θεοτόκος με την τόσο θερμή, στοργική κι ανοικτή αγκαλιά της προς όλους τους πονεμένους πιστούς υπερέβαλλε ασύγκριτα κατά πολύ τις υποδεέστερες ιδιότητες της θέσης που κατείχε η Μεγάλη Μητέρα στην απλοϊκή λαϊκή συνείδηση. Από απόμακρο, ξένο και πρωτόγνωρο σώμα αρχικά για το λαό μας, θέλησε να Την οικειοποιηθεί και να Την κάνει δική του, γιατί την πίστευε ως προστάτιδά του, υπεράξια κι ενδεδειγμένη να αντικαταστήσει τα είδωλα, που πια κατάλαβε ότι ήταν ψεύτικα και πως μάταια τον απασχολούσαν στο παρελθόν.
Ακολουθήστε το Entospolis στο Facebook