
Παντελής Καψής
Κυβέρνηση έχουμε και με δεδομένη την κατάσταση της αντιπολίτευσης, ήταν η καλύτερη λύση για τη χώρα
Αυτό, φαντάζομαι, το αναγνωρίζουν όχι μόνο οι φίλοι της αλλά και πολλοί που δεν την ψήφισαν. Αντιπολίτευση όμως δεν έχουμε κι αυτό είναι σοβαρό πρόβλημα. Ήδη την τετραετία που πέρασε, η ανεξέλεγκτη καταγγελιολογία του Σύριζα είχε σαν αποτέλεσμα σοβαρά λάθη και βαριά θεσμικά ατοπήματα, να περνάνε χωρίς ουσιαστικό αντίκτυπο στην δημοτικότητα της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού. Το ίδιο έργο θα παρακολουθήσουμε και αυτή την τετραετία, αν δεν αποφασίσουν να αλλάξουν.
Το πρόβλημα της αντιπολίτευσης ωστόσο είναι πιο σύνθετο. Η αλλαγή του πολιτικού της λόγου και η επεξεργασία ενός συνεκτικού και ρεαλιστικού προγράμματος διακυβέρνησης είναι πράγματι απαραίτητη προϋπόθεση. Αυτό που κυρίως έλειψε ήταν η προγραμματική αντιπολίτευση, η προβολή δηλαδή μιας εναλλακτικής πρότασης εξουσίας που θα απαντά στα προβλήματα του τόπου και των πολιτών. Από μόνη της ωστόσο δεν επαρκεί.
Όσο διεκδικούν να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο δύο κόμματα, όσο δηλαδή ο χώρος της κεντροαριστεράς παραμένει διασπασμένος, τότε δύσκολα θα γίνει ανταγωνιστικός προς τη Νέα Δημοκρατία. Όπως υποστήριξε και η Άννα Διαμαντοπούλου είναι αναγκαία η “ενοποίηση των προσδοκιών των πολιτών” σε “ένα φορέα και μία ηγεσία”. Δεν μοιάζει ούτε εύκολο ούτε ιδιαίτερα πιθανό στο προβλεπτό μέλλον.
Το αντίθετο, η ένταση δηλαδή του ανταγωνισμού ανάμεσα στα δύο κόμματα, μοιάζει πολύ πιο πιθανή. Μετά την αποχώρηση Τσίπρα το ΠΑΣΟΚ θεωρεί ότι έχει τη χρυσή ευκαιρία να ανατρέψει τους συσχετισμούς και να αναδειχθεί αξιωματική αντιπολίτευση. Κάτι το οποίο θέλει να αποφύγει με κάθε τρόπο ο Σύριζα. Αυτό
που κατά πάσα πιθανότητα θα γίνει λοιπόν είναι ότι θα συνεχίσουν να διαγκωνίζονται για το ποιο από τα δύο κόμματα είναι το πιο αντιδεξιό. Οι εκλογές βέβαια έδειξαν ότι η τακτική αυτή δεν αποδίδει. Κανείς δεν τολμά ωστόσο να την απαρνηθεί από το φόβο να θεωρηθεί ότι υστερεί σε αγωνιστικότητα.
Άλλωστε κανείς δεν περιμένει από το Νίκο Ανδρουλάκη ή από τον επόμενο ή την επόμενη επικεφαλής του Σύριζα, να κερδίσει τις εκλογές. Το ζητούμενο είναι μια καλή επίδοση η οποία είτε θα ανακόπτει την κατάρρευση, στην περίπτωση του Σύριζα, είτε θα συνεχίζει την ανοδική πορεία, στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ. Η ήττα του Μητσοτάκη είναι το τελευταίο που τους απασχολεί.
Ακόμα χειρότερα κανένα από τα δύο κόμματα δεν έχει δείξει ότι είναι ικανό να κινηθεί έξω από τα αντιπολιτευτικά στερεότυπα και τον ξύλινο λόγο των κομματικών μηχανισμών. Αν η πολιτική πρόταση ενός κόμματος αποτελεί το αποτέλεσμα ενός γόνιμου προβληματισμού μεταξύ των μελών και των στελεχών του, τότε δεν μπορούμε παρά να περιμένουμε πολύ λίγα πράγματα. Και τα δύο κόμματα αποτελούν έρημους τόπους ιδεών.
Τίποτα το νέο, τίποτα το διαφορετικό, τίποτα που θα μπορούσε να κεντρίσει το ενδιαφέρον του πολίτη. Ασώματες κεφαλές που επαναλαμβάνουν την κομματική γραμμή. Ακόμα και από νέα στελέχη που θα περίμενε κανείς ότι είναι φορείς μιας διαφορετικής κουλτούρας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η Νέα Δημοκρατία σήμερα, παρά τις αντιφάσεις της, τα ακροδεξιάς καταγωγής στελέχη και την εθνικιστική ρητορεία, περνάει στην κοινή γνώμη ως το κόμμα που είναι σε επαφή με την εποχή, ένα σύγχρονο κόμμα που βλέπει και προετοιμάζει το αύριο. Αυτή είναι σε τελευταία ανάλυση, η μεγαλύτερη αποτυχία της αντιπολίτευσης.
Θα μπορούσαν να ανατραπούν αυτά τα δεδομένα; Θα μπορούσε για παράδειγμα να ξεκινήσει ένας ευρύς διάλογος επανίδρυσης ουσιαστικά του χώρου της κεντροαριστεράς; Μια διαδικασία πέρα από κομματικούς ανταγωνισμούς, πέρα από αντιπολιτευτικά στερεότυπα, και παρά τα τραύματα που έχει επιφέρει ο τοξικός λόγος του Σύριζα; Αν μιλάμε για κάτι που θα ξεκινούσε από τις ηγεσίες των κομμάτων η απάντηση θα ήταν αρνητική.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν ήδη δύο πρώην πρωθυπουργοί οι οποίοι έχουν ίσως περάσει στην εφεδρεία, δεν έχουν ωστόσο την παραμικρή διάθεση να αποστρατευτούν. Δεν έχω την παραμικρή πληροφόρηση. Έχω την εντύπωση ωστόσο ότι δεν θα ήταν αρνητικοί, μάλλον το αντίθετο. Τι θετικό μπορεί να προκύψει, είναι άλλο ζήτημα.
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Ακολουθήστε το Entospolis στο Facebook