
γράφει ο Κωνσταντίνος Φίλης*
*Αν. καθηγητής & διευθυντής IGA, Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδας
Ο Ερντογάν έχει αρχίσει να χάνει την υπομονή του με τον Μπάιντεν. Το τελευταίο επεισόδιο με την απέλαση των 10 πρέσβεων που αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή, αλλά και ο «παγωμένος» τρόπος που αντιμετωπίζει ο ένοικος του Λευκού Οίκου έναν ηγέτη που «καίγεται» όχι μόνο να τον συναντήσει, αλλά κυρίως να ανατρέψει το σε βάρος του σκηνικό στο εσωτερικό περιγράφουν ανάγλυφα την τωρινή κατάσταση. Δεδομένου ότι θα χρειαστεί μία θεαματική ανατροπή της φθίνουσας πορείας της οικονομίας, η οποία έχει παρασύρει και τον ίδιο σε περιδίνηση, εξηγούνται οι ολοένα και συχνότερα αλλοπρόσαλλες κινήσεις του. Πιο συγκεκριμένα, η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος έχει μεν ευεργετικές συνέπειες για τις εξαγωγές και τον τουρισμό (ο οποίος όμως λόγω της πανδημίας εμφανίζει εύλογη κάμψη, με την Τουρκία να βρίσκεται για αρκετό καιρό στο «κόκκινο» για πολλές ευρωπαϊκές χώρες), ωστόσο αυξάνει σημαντικά το κόστος ζωής και μειώνει τα εισοδήματα. Αυτή η κατάσταση παγιώνεται και ακουμπά περισσότερο εκείνα τα στρώματα της κοινωνίας που στήριξαν το κόμμα του Ερντογάν, λόγω του οικονομικού θαύματος που συντελέστηκε μέχρι το 2015. Παράλληλα, ο Τούρκος Πρόεδρος επιμένει στην ανορθόδοξη πολιτική της μείωσης των επιτοκίων εν μέσω αύξησης του πληθωρισμού, προκαλώντας τριγμούς στις σχέσεις της χώρας του με τις αγορές. Και επειδή η εμπιστοσύνη δύσκολα οικοδομείται αλλά πολύ εύκολα γκρεμίζεται, χρειάζεται τις ΗΠΑ και την επιρροή τους στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά και θεσμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ώστε να επαναφέρει την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Σε αυτό το ζοφερό κλίμα προστίθεται η υπόθεση της δεύτερης μεγαλύτερης τράπεζας, Halkbank, η οποία δικάζεται στις ΗΠΑ για την παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων εναντίον του Ιράν και πιθανή καταδίκη της θα σημάνει αν όχι την κατάρρευσή της, τουλάχιστον την επιβολή ενός μεγάλου προστίμου. Μία τέτοια εξέλιξη θα κλόνιζε περαιτέρω τη θέση της τουρκικής οικονομίας διεθνώς.
Ενώ, λοιπόν, η λογική επιβάλλει την ύφεση στις σχέσεις Τουρκίας – Δύσης, η πρώτη, εμφανώς εκνευρισμένη με χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία, πυροδοτεί εντάσεις. Ο Ερντογάν ανεβάζει και πάλι τους τόνους σε βάρος του Μακρόν, ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό του η λέξη «υποχώρηση» και καταφέρεται εναντίον της Δύσης συνολικά, δαιμονοποιώντας την ως τον εξωτερικό εχθρό. Προσπαθεί έτσι να συσπειρώσει το εθνικιστικό μπλοκ στο εσωτερικό, αυτοπαρουσιαζόμενος ως ο ηγέτης που αποκρούει τα σχέδια ξένων δυνάμεων να εκτροχιάσουν τη Αγκυρα, όμως αυτός ο τακτικισμός δεν μπορεί να τον ωφελήσει μακροπρόθεσμα στο εσωτερικό. Ας έχουμε, πάντως, κατά νου ότι η αποστροφή στη Δύση και το δυτικό μοντέλο τόσο εκ μέρους του Ερντογάν (εκφραστή του πολιτικού Ισλάμ) όσο και εκ μέρους του Μπαχτσελί (εκφραστή βαθέος κράτους του κεμαλικού εθνικισμού) είναι δεδομένη και στρατηγικού χαρακτήρα. Και βέβαια εξυπηρετεί το αφήγημα του «αγώνα ανεξαρτησίας» του Ερντογάν, 99 χρόνια μετά τον αγώνα ανεξαρτησίας του Κεμάλ, τον οποίο θέλει να υπερκεράσει ιστορικά.
Η υφιστάμενη, όμως, κατάσταση, έχει τα εξής δύο αρνητικά χαρακτηριστικά: από τη μία, σχεδόν όλοι στον δυτικό κόσμο έχουν στρέψει το βλέμμα τους στην επόμενη ημέρα στην Τουρκία, προσβλέποντας σε αλλαγή ηγεσίας. Ωστόσο, δεν είναι αυτοί που θα καθορίσουν το αποτέλεσμα και θα ήταν φρόνιμο να μην υπάρξει οποιουδήποτε είδους εμπλοκή στα εσωτερικά της γείτονος. Ηδη το φιλοευρωπαϊκό-φιλοδυτικό κομμάτι της τουρκικής κοινωνίας ασφυκτιά από τις μεθόδους του καθεστώτος Ερντογάν και επιζητά την αναβίωση της διαδικασίας ένταξης στην Ε.Ε. όχι τόσο ως ρεαλιστική προοπτική όσο για να γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στη χώρα τους στο κράτος δικαίου, στη δημοκρατία και την ελευθερία της έκφρασης. Μέχρι λοιπόν τις επόμενες εκλογές στην Τουρκία, οι περισσότεροι δυτικοί έχουν «κατεβάσει τα μολύβια» και το μόνο που θέλουν είναι να μην οξυνθεί περαιτέρω η κατάσταση στις σχέσεις με την Αγκυρα. Από την άλλη, όμως (και εδώ εντοπίζεται το δεύτερο και πιο ανησυχητικό σημείο) ο Ερντογάν θέλει να κάνει μία (τελευταία;) μεγάλη διαπραγμάτευση, ειδικότερα με τις ΗΠΑ, ώστε να αυξήσει τις μικρές προσώρας πιθανότητές του να επιβιώσει πολιτικά. Και προκειμένου να γίνει πιστευτός για τις προθέσεις του και να εκκινήσει από καλύτερη διαπραγματευτική βάση, φαίνεται πως προκρίνει και τη δοκιμασία σε κάποιες περιπτώσεις των ορίων της Ουάσιγκτον ως μέσου πίεσης. Το ζητούμενο, συνεπώς, είναι η αμερικανική πλευρά να του διαμηνύσει ότι δεν θα ανεχτεί τέτοια επικίνδυνα παιχνίδια σε βάρος συμμάχων της και πως κάτι τέτοιο θα επέφερε τεράστιο τίμημα για τη γειτονική χώρα και την ηγεσία της.
Εμείς, από την πλευρά μας, παραμένουμε σε απόλυτη διπλωματική και επιχειρησιακή εγρήγορση όχι μόνο για να αποφύγουμε μία θερμή κρίση, αλλά και για να αποτρέψουμε τετελεσμένα σε βάρος μας, δεδομένου ότι ενδεχόμενος σοβαρός διάλογος με την Αγκυρα δεν πρόκειται να λάβει χώρα μέχρι τη διεξαγωγή των επόμενων εκλογών σε Ελλάδα και Τουρκία.
REAL.GR
Ακολουθήστε το Entospolis στο Facebook