Επίθεση με βιτριόλι -Η Ιωάννα συγκλονίζει περιγράφοντας τα όσα έζησε: «Φώναζα βοηθήστε με, καίγομαι, πεθαίνω»

48

Η ζωή της Ιωάννας Παλιοσπύρου το πρωινό της 20ης Μαϊου 2020 άλλαξε για πάντα. Μια γυναίκα, για λόγους ερωτικές αντιζηλίας με βάση μια ιστορία που η ίδια έχει φτιάξει στο μυαλό της, επιτέθηκε στην Ιωάννα με βιτριόλι, καίγοντας το πρόσωπό της και μέρος του σώματός της.

Η Ιωάννα εκείνο το πρωινό πήγαινε στο γραφείο όπου εργαζόταν στην Καλλιθέα. Περιμένοντας το ασανσέρ, μια γυναίκα με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά και φορώντας περούκα πετάχτηκε από τη σκάλα και της πέταξε ένα μπουκάλι βιτριόλι.

Δέκα μήνες μετά, γεμάτους πόνο και χειρουργεία η Ιωάννα, αλλά και δύναμη και προσπάθεια για την επόμενη ημέρα, βρίσκει το κουράγιο να μιλήσει για όλα όσα συνέβησαν εκείνο το πρωί αλλά και για τα όσα η ίδια βίωσε στη συνέχεια. Μίλησε αποκλειστικά στο ΟΚ! που κυκλοφορεί σήμερα μαζί με Τα Νέα και την Σόνια Καζόνι, την οποία εμπιστεύτηκε για αυτή τη συγκλονιστική εξομολόγηση.

Για εκείνο το πρωινό…

«Ήταν πρωί και μόλις είχα φτάσει στο γραφείο. Τη στιγμή που μπήκα στην είσοδο συνέβη ό,τι συνέβη. Η πιο δυνατή ανάμνηση που έχω είναι αυτή η έντονη, βαριά χημική μυρωδιά όταν έπεσε πάνω μου, στο πρόσωπό μου, ένα παχύρρευστο υγρό. Κατάλαβα αμέσως πως ήταν κάποιο οξύ. Δεν μπορώ να ξεχάσω τον αφόρητο πόνο που ένιωσα και τον μεγάλο πανικό που με κατέβαλε. Είχα την αίσθηση πως εκείνη τη στιγμή κάτι χάνω, πως φεύγει η ζωή μου και ένιωθα αβοήθητη και ανήμπορη. Έφυγα ουρλιάζοντας, ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια και πήγα ενστικτωδώς μέχρι το απέναντι φαρμακείο. Ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό. Πιστεύω ότι λειτούργησε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, της επιβίωσης. Έχουν χαραχτεί στο μυαλό μου οι τρομαγμένες εκφράσεις των ανθρώπων στο φαρμακείο. Δεν τολμούσε να με ακουμπήσει κανείς. Πάγωσαν, δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. Φώναζα «Βοηθήστε με, καίγομαι, πεθαίνω». Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να αντέξω, να παλέψω για να μη χάσω τις αισθήσεις μου. Μέσα στον πανικό μου, έναν πρωτόγνωρο πανικό και απελπισία, ένιωθα πως είμαι η μόνη που μπορούσα να με βοηθήσω».

Οι πρώτες ημέρες στο νοσοκομείο, η συγκλονιστική περιγραφή της

«Το πρώτο διάστημα είχα μια άρνηση στο να κατανοήσω και να αποδεχτώ τι μου είχε συμβεί. Όσο περνούσαν οι μέρες, η γιατρός μου με ενημέρωνε για την κατάστασή μου – αλλά μόνο όταν εγώ τη ρωτούσα και μόνο μέχρι το σημείο που άντεχα. Κάποια στιγμή άρχισα να σκέφτομαι πως κάτι δεν καταλαβαίνω καλά, ένιωθα πως κάτι δεν πηγαίνει καθόλου σωστά. Πάγωνε το αίμα μου στις απαντήσεις που έπαιρνα αλλά δεν ήμουν καθόλου έτοιμη να το διαχειριστώ. Ένιωθα μπερδεμένη. Αναρωτιόμουν μήπως κάτι άλλο εννοεί η γιατρός μου με αυτά που μου λέει. Έλεγα μέσα μου πως πρέπει να είμαι συνεργάσιμη, να είμαι καλή ασθενής, να μην εξωτερικεύω την αγωνία και τον πόνο μου, με την ελπίδα πως σε λίγες μέρες θα έκανα την ίδια ερώτηση και θα έπαιρνα μια καλύτερη, πιο αισιόδοξη απάντηση.
Η κυρία Καλοφώνου είναι πάντα λιγομίλητη. Στις πρώτες μας συζητήσεις, πήρα μια βαθιά ανάσα και βρήκα το θάρρος να τη ρωτήσω όλα αυτά που στριφογυρνούσαν συνεχώς στο μυαλό μου. Η ερώτηση ήταν: Τι είναι αυτό που μου έχει συμβεί, αν θα κάνω κάποιο χειρουργείο και πότε θα μπορέσω να πάω στο σπίτι μου. Μέχρι τότε πίστευα αφελώς πως σε 2-3 εβδομάδες θα γίνω καλά και θα βγω, δεν είχα καμία εικόνα της πραγματικότητας. Θυμάμαι πως μου είπε: «Αυτό που έχεις πάθει είναι πολύ σοβαρό, αυτό που σου έκαναν είναι πολύ κακό. Εγώ δεν είμαι εδώ για να εξετάσω το πώς και το γιατί συνέβη, εγώ είμαι εδώ για να γίνεις καλά. Θα πρέπει να οπλιστείς με υπομονή και να προετοιμαστείς για πολλά χειρουργεία». Στα λόγια της αυτά, θυμάμαι, μου κόπηκε η ανάσα. Ήταν η πρώτη φορά που αναρωτήθηκα τι έχω πάθει και χρειάζομαι τόσο πολλά χειρουργεία… Θα σου πω μερικά πράγματα για τις μέρες στο νοσοκομείο, για να μπορέσεις να με καταλάβεις. Πέρα από τους φρικτούς πόνους, ήμουν σε μεγάλο σοκ, δεν μιλούσα καθόλου, ούτε καν στη μητέρα μου. Προσπαθούσα να συγκροτήσω τις σκέψεις και τις δυνάμεις μου και να εξηγήσω με τη λογική όσα μου συνέβαιναν. Δεν ήξερα ποιος μου είχε επιτεθεί και γιατί βρισκόμουν σε αυτή την κατάσταση. Σκεφτόμουν πως –έστω συνειδητά– δεν έχω βλάψει κανέναν. Αναρωτιόμουν πώς ήταν δυνατόν να έχω ενοχλήσει κάποιον χωρίς να το έχω καταλάβει, ώστε να με μισεί τόσο που να με κυνηγά με μανία, ξανά και ξανά, για να με σκοτώσει. Δεν έβγαινε νόημα. Ένιωσα πως χάνω τη λογική μου και τον εαυτό μου. Σκεφτόμουν πως ή έχω τρελαθεί και δεν μου το λένε ή πως όλοι οι άλλοι είναι τρελοί. Μου είχε περάσει από το μυαλό ότι ίσως μου έχουν στήσει μια καλοστημένη φάρσα και παρακαλούσα κάποιος να βγει και να πει πως είναι όλα ψέματα… Επειδή το αριστερό μου μάτι ήταν σοβαρά τραυματισμένο και δεν είχα καλή όραση, με είχαν συμβουλεύσει οι γιατροί να κρατώ όσο μπορώ κλειστά τα μάτια μου για να επουλωθεί η ουλή από το έγκαυμα. Έτσι, δεν είχα καθαρή εικόνα του ευρύτερου χώρου όπου βρισκόμουν. Σκεφτόμουν, λοιπόν, μήπως δεν ήμουν στο Λάτσειο, όπως μου έλεγαν, αλλά με είχαν φέρει σε ψυχιατρική κλινική και μου το έκρυβαν. Όταν κάποια στιγμή ήρθε να με πάρει ο τραυματιοφορέας μου, ο Μιχάλης, να με μεταφέρει στην οφθαλμολογική κλινική για να με εξετάσουν, όπως ήμουν στο καροτσάκι, εξουθενωμένη και με θολή όραση, προσπαθούσα σε πόρτες, διαδρόμους και ασανσέρ να δω και να ελέγξω τις ταμπέλες για να επιβεβαιώσω πως όντως είμαι σε νοσοκομείο – και όταν είδα μια σχετική επιγραφή ένιωσα μεγάλη ανακούφιση.

Η Ιωάννα περιγράφει ακόμη το πόσο σημαντική στιγμή για εκείνη ήταν η στιγμή που συνελήφθη η γυναίκα που της πέταξε το βιτριόλι.

«Η πρώτη στιγμή που ένιωσα πολύ μεγάλη ανακούφιση ήταν η στιγμή της σύλληψης της γυναίκας που μου προκάλεσε αυτό το κακό. Κι αυτό δεν είχε να κάνει τόσο με το πρόσωπο της συγκεκριμένης, αλλά πως επιτέλους μέσα μου ηρέμησα γιατί η ένοχος δεν μπορεί πια να με βλάψει. Μέχρι τότε ζούσα με αυτό τον φόβο. Σκεφτόμουν την πόρτα να ανοίγει και να μπαίνει μέσα για να με σκοτώσει. Μέχρι να συλληφθεί ζούσα με διαρκή φόβο».

Ολόκληρη η συνέντευξη της Ιωάννας στο ΟΚ!

 

 

 

 

 

Πηγή: iefimerida.gr

Ακολουθήστε το Entospolis στο Facebook